Λι, Ντέιβιντ

Λι, Ντέιβιντ
(David Lee, Ράι, Νέα Υόρκη 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Το 1952 έλαβε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το 1954, μετά από διετή θητεία στον στρατό κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου της Κορέας, συνέχισε για μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Το 1959 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το πανεπιστήμιο Γέιλ με τη διατριβή του στον τομέα της έρευνας του υγρού 3He και εντάχθηκε στο προσωπικό του πανεπιστημίου Κορνέλ. Εκεί ανέλαβε τη δημιουργία ενός ερευνητικού εργαστηρίου φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών παράλληλα με τη διδασκαλία. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται, εκτός από την έρευνα στο υπερ-υγρό 3He, η ανακάλυψη του τριπλά κρίσιμου σημείου στην καμπύλη της φάσης διαχωρισμού του υγρού μείγματος 3He-4He, η ανακάλυψη της αντισιδηρομαγνητικής σχέσης διάταξης στο στερεό 3He και η ανακάλυψη των κυμάτων πυρηνικών ιδιοστροφορμών σε ιδιοστροφορμικά πολωμένο αέριο ατομικού υδρογόνου. Το 1996 τιμήθηκε, μαζί με τους Ντάγκλας Όσεροφ και Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, με το βραβείο Νόμπελ φυσικής για την ανακάλυψη της υπερ-υγρότητας του 3He. Το 1976 η ερευνητική ομάδα του βραβεύθηκε από το Βρετανικό Ινστιτούτο Φυσικής και το 1981 από το Αμερικανικό Ινστιτούτο. Έχει επίσης τιμηθεί από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ και την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γκρίφιθ, Ντέιβιντ Γουόρκ — (David Wark Griffith, Λα Γκρανζ, Κεντάκι 1875 – Χόλιγουντ 1948). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ηθοποιός και σεναριογράφος, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας έναν ρόλο στην ταινία του ‘Evτουιν Πόρτερ… …   Dictionary of Greek

  • Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ …   Dictionary of Greek

  • Καραντάιν, Ντέιβιντ — (David Carradine, Καλιφόρνια 1936 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης και τραγουδιστής. Μεγαλύτερος αδελφός του Κιθ Καραντάιν (βλ. λ.) έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Κουνγκ Φου (1972 74). Σπούδασε… …   Dictionary of Greek

  • Λίβινγκστον, Ντέιβιντ — (David Livingstone, Μπλαντάιρ, Γλασκόβη 1813 – Τσιτάμπο, λίμνη Μπανγκουέλο 1873). Σκοτσέζος εξερευνητής και ιεραπόστολος. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, αλλά κατόρθωσε με μεγάλες προσωπικές θυσίες να σπουδάσει ιατρική. Τελικά, η θρησκευτική… …   Dictionary of Greek

  • Λιν, Ντέιβιντ — (Sir David Lean, Κρόιντον, 1908 – 1991). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν λογιστής. Αργότερα προσελήφθη από την Gaumont Films, στην οποία εργάστηκε σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Λιντς, Ντέιβιντ — (David Lynch, Μοντάνα 1946 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ανήκει στους βασικούς εκπροσώπους του νέου κύματος του αμερικανικού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με… …   Dictionary of Greek

  • Μπριούστερ, Ντέιβιντ — (Sir David Brewster, Τζέντμπουργκ 1781 – Άλερμπι 1868). Σκοτσέζος φυσικός. Μελέτησε την απορρόφηση, την πόλωση και την ανάκλαση του φωτός και διατύπωσε τον νόμο που διέπει την πόλωση του φωτός από ανάκλαση. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η πόλωση του… …   Dictionary of Greek

  • Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενχάουερ, Ντουάιτ Ντέιβιντ — (Dwight David Εisenhower,Ντένισον, Τέξας 1890 – Ουάσινγκτον 1969). Αμερικανός στρατηγός, 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1952 60). Τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ τοποθετήθηκε στο Γκέτισμπουργκ (1915) ως… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Καρλ Ντέιβιντ — (Carl David Anderson, Νέα Υόρκη 1905 – 1991). Αμερικανός φυσικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, στο οποίο το 1939 έγινε καθηγητής της φυσικής. Συνεργάτης του Ρόμπερτ Άντριους Μίλικαν, ασχολήθηκε ειδικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκάρικ, Ντέιβιντ — (David Garrick, Χέρφορντ 1717 – Λονδίνο 1779).Άγγλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε διάσημος για τις ερμηνείες του σε έργα του Σαίξπηρ. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε ηλικία 24 ετών στο Λονδίνο, αρχικά σε έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”