Γκρίφιθ, Ντέιβιντ Γουόρκ — (David Wark Griffith, Λα Γκρανζ, Κεντάκι 1875 – Χόλιγουντ 1948). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ηθοποιός και σεναριογράφος, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας έναν ρόλο στην ταινία του ‘Evτουιν Πόρτερ… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Καραντάιν, Ντέιβιντ — (David Carradine, Καλιφόρνια 1936 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης και τραγουδιστής. Μεγαλύτερος αδελφός του Κιθ Καραντάιν (βλ. λ.) έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Κουνγκ Φου (1972 74). Σπούδασε… … Dictionary of Greek
Λίβινγκστον, Ντέιβιντ — (David Livingstone, Μπλαντάιρ, Γλασκόβη 1813 – Τσιτάμπο, λίμνη Μπανγκουέλο 1873). Σκοτσέζος εξερευνητής και ιεραπόστολος. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, αλλά κατόρθωσε με μεγάλες προσωπικές θυσίες να σπουδάσει ιατρική. Τελικά, η θρησκευτική… … Dictionary of Greek
Λιν, Ντέιβιντ — (Sir David Lean, Κρόιντον, 1908 – 1991). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν λογιστής. Αργότερα προσελήφθη από την Gaumont Films, στην οποία εργάστηκε σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Λιντς, Ντέιβιντ — (David Lynch, Μοντάνα 1946 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ανήκει στους βασικούς εκπροσώπους του νέου κύματος του αμερικανικού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με… … Dictionary of Greek
Μπριούστερ, Ντέιβιντ — (Sir David Brewster, Τζέντμπουργκ 1781 – Άλερμπι 1868). Σκοτσέζος φυσικός. Μελέτησε την απορρόφηση, την πόλωση και την ανάκλαση του φωτός και διατύπωσε τον νόμο που διέπει την πόλωση του φωτός από ανάκλαση. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η πόλωση του… … Dictionary of Greek
Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… … Dictionary of Greek
Αϊζενχάουερ, Ντουάιτ Ντέιβιντ — (Dwight David Εisenhower,Ντένισον, Τέξας 1890 – Ουάσινγκτον 1969). Αμερικανός στρατηγός, 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1952 60). Τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ τοποθετήθηκε στο Γκέτισμπουργκ (1915) ως… … Dictionary of Greek
Άντερσον, Καρλ Ντέιβιντ — (Carl David Anderson, Νέα Υόρκη 1905 – 1991). Αμερικανός φυσικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, στο οποίο το 1939 έγινε καθηγητής της φυσικής. Συνεργάτης του Ρόμπερτ Άντριους Μίλικαν, ασχολήθηκε ειδικά με τη… … Dictionary of Greek
Γκάρικ, Ντέιβιντ — (David Garrick, Χέρφορντ 1717 – Λονδίνο 1779).Άγγλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε διάσημος για τις ερμηνείες του σε έργα του Σαίξπηρ. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε ηλικία 24 ετών στο Λονδίνο, αρχικά σε έναν… … Dictionary of Greek